- αναλδής
- ἀναλδής, -ές (Α) [ἀναλδαίνω]1. (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, ατροφικός2. (για άνδρα) άγονος, άκαρπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναλδεῖς — ἀναλδής not thriving masc/fem acc pl ἀναλδής not thriving masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλδέα — ἀναλδής not thriving neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀναλδής not thriving masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλδές — ἀναλδής not thriving masc/fem voc sg ἀναλδής not thriving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλδέες — ἀναλδής not thriving masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… … Dictionary of Greek
αναλδαίνω — ἀναλδαίνω (Α) (για καρπούς) τρέφω, αυξάνω, αναπτύσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ἀλδαίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀναλδής] … Dictionary of Greek
al-2 — al 2 English meaning: “to grow; to bear” Deutsche Übersetzung: “wachsen; wachsen machen, nähren” Material: O.Ind. an ala “ fire “ (“ the glutton “, W. Schulze KZ. 45, 306 = Kl. Schr. 216); Gk. νεᾱλής “ cheerful, strong “ (νέος +… … Proto-Indo-European etymological dictionary